Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΑΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΗΛΙΟΜΟΡΦΟ, ΟΥΤΕ Η ΨΥΧΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΩΡΑΙΟ, ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΩΤΑ ΓΙΝΕΙ ΩΡΑΙΑ Η ΙΔΙΑ

Ο Πλωτίνος προτρέπει τον αναγνώστη να "απεκδυθεί" το σώμα και να δει με το "μάτι της ψυχής" το Ωραίο και το Αγαθό. Η δυνατότητα αυτή της θέασης επιτυγχάνεται μέσω της αρετής.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ - Περί του καλού
«Ας φύγουμε για την αγαπημένη μας πατρίδα!»,1 να η πιο σωστή συμβουλή.
 -Ποιος είναι λοιπόν ο δρόμος της φυγής και πώς θα τον ακολουθήσουμε;
-Θα ξανοιχτούμε,2 όπως -καθώς, αλληγορικά μου φαίνεται, λέει ο ποιητής- ο Οδυσσέας από τη μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, ο οποίος δεν αρκέστηκε να παραμείνει εκεί, παρ᾽ όλο που είχε ηδονές των ματιών και βρισκόταν ανάμεσα σε πολλή αισθητή ομορφιά. Η πατρίδα μας, απ᾽ όπου ήρθαμε, κι ο πατέρας μας είναι εκεί.
- Ποια είναι λοιπόν η ρότα μας κι ο τρόπος για να φύγουμε;
 - Δεν χρειάζεται να περπατήσουμε· γιατί τα πόδια μάς πάνε μόνο στα διάφορα μέρη της γης, από χώρα σε χώρα. Ούτε χρειάζεται να φτιάξεις κανένα αμάξι με άλογα ή κάποιο θαλάσσιο μέσο, αλλά πρέπει να τα εγκαταλείψεις όλα αυτά και να μην τα βλέπεις· και «κλείνοντας τα μάτια» άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μιαν άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λίγοι τη χρησιμοποιούν.
[9] Τι λοιπόν βλέπει η εσωτερική εκείνη όραση;
 -Μόλις ξυπνήσει, δεν μπορεί καθόλου ν᾽ αντικρίσει τα λαμπρά όντα.3 Πρέπει λοιπόν πρώτα η ψυχή αυτή να συνηθίσει να διακρίνει τους ωραίους τρόπους ζωής· κατόπιν τα ωραία, έργα, όχι εκείνα που κατασκευάζουν οι τέχνες, αλλά αυτά που κάνουν οι λεγόμενοι αγαθοί άνδρες· κοίταξε μετά την ψυχή αυτών που κάνουν τα ωραία έργα.
-Πώς θα δεις τώρα τι ομορφιά έχει μια καλή ψυχή;
- Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα· και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο,4 έτσι και συ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, έως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής, ώσπου να δεις «τη σωφροσύνη σε ιερό βάθρο ανεβασμένη».
Αν έχει γίνει αυτό και το είδες, και ενώθηκες καθαρός με τον εαυτό σου, χωρίς ούτε τίποτα να σε εμποδίζει να γίνεις έτσι ενιαίος, ούτε να έχεις μαζί σου τίποτε άλλο αναμεμιγμένο μέσα σου, αλλά έχεις γίνει ο ίδιος ολόκληρος μόνο φως αληθινό, που ούτε σε μέγεθος μετριέται, ούτε σε κανένα σχήμα περικλείεται ώστε να ελαττωθεί, ούτε πάλι αυξάνει σε όγκο από έλλειψη ορίων, αλλά επεκτείνεται παντού απροσμέτρητο, ως κάτι μεγαλύτερο από κάθε μέτρο και ανώτερο από κάθε ποσό· αν δεις τον εαυτό σου να έχει γίνει αυτό, αφού θα έχεις γίνει πια όραση ο ίδιος,5 έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, χωρίς να χρειάζεται να σου δείξει κανείς, εφόσον θα έχεις ήδη ανέβει, προσήλωσε το βλέμμα σου και κοίταξε. Διότι μόνον αυτό το μάτι βλέπει τη μεγάλη Ομορφιά.
Ενώ αν κανείς προσπαθήσει να φτάσει στη θέαση αυτή με μάτια θολωμένα από τις κακίες και χωρίς να έχει καθαρθεί, ή όντας αδύναμος, μη μπορώντας από δειλία του να δει αυτά που είναι πολύ λαμπρά, δεν βλέπει τίποτα, έστω και αν κάποιος άλλος του δείξει πως αυτό που θα μπορούσε να δει βρίσκεται πλάι του. Γιατί αυτό που βλέπει είναι συγγενικό με αυτό που βλέπεται, και πρέπει να στραφεί στη θέασή του αφού πρώτα έχει γίνει όμοιο μ᾽ εκείνο. Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο αν δεν ήταν ηλιόμορφο,6 ούτε η ψυχή μπορεί να δει το Ωραίο, αν δεν έχει πρώτα γίνει ωραία η ίδια.

(απόδοση Π. Καλλιγάς)
1 Λόγια με τα οποία απευθύνεται ο Αγαμέμνων στους Αχαιούς προτρέποντάς τους να σταματήσουν την πολιορκία της Τροίας και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους (Ιλιάδα Β 140). Εδώ χρησιμοποιούνται μεταφορικά για να δηλωθεί ο μετά θάνατον νόστος της ψυχής στην αιώνια "πατρίδα" της. Αμέσως παρακάτω υπάρχουν απηχήσεις από την Οδύσσεια (ραψ. ι 29 κ.ε., κ 483-4), η οποία όσον αφορά επιμέρους επεισόδιά της αλλά προπαντός τον ίδιο τον νόστο τουΟδυσσέα ερμηνευόταν στην όψιμη αρχαιότητα συχνά με τρόπο αλληγορικό.
2 Το ρήμα ἀνάγομαι (πβ. και το ουσιαστικό ἀναγωγή), που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο, έχει στον Πλωτίνο συνήθως ειδική σημασία και δηλώνει την επάνοδο της ψυχής στο Αγαθό.
3 Η εικόνα προέρχεται από την "αλληγορία του σπηλαίου" στην Πολιτεία του Πλάτωνα (βλ. Κείμενο 134).
4 Παρομοίωση εμπνευσμένη από τον πλατωνικό Φαίδρο (252 d). Από τον ίδιο διάλογο δανείζεται ο Πλωτίνος παρακάτω και τη φράση: «τη σωφροσύνη σε ιερό βάθρο ανεβασμένη» (Φαίδρος 254 b7).
5 «Στην πορεία της προς το Αγαθό η ψυχή ταυτίζεται με το "μάτι" που προσβλέπει σ᾽ εκείνο» (Π. Καλλιγάς).
6 Η απόφανση του Πλωτίνου προϋποθέτει δύο αντιλήψεις της αρχαιότητας που δεν είναι σε μας οικείες: (α) Το όμοιο αναγνωρίζεται από το όμοιο. (β) Η διαδικασία της όρασης στηρίζεται όχι μόνο στην πρόσληψη αλλά και στην εκπομπή φωτός προς τα αντικείμενα από το μάτι.

1 σχόλιο:

Σείριος είπε...

ΠΛΩΤΙΝΟΣ

203. – Περὶ τοῦ καλοῦ 1, 6, 8-9

[1.6.8] «φεύγωμεν δὴ φίλην ἐς πατρίδα», ἀληθέστερον ἄν τις παρακελεύοιτο. τίς οὖν ἡ φυγὴ καὶ πῶς; ἀναξόμεθα οἷον ἀπὸ μάγου Κίρκης, φησίν, ἢ Καλυψοῦς Ὀδυσσεύς —αἰνιττόμενος δοκεῖ μοι— μεῖναι οὐκ ἀρεσθείς, καίτοι ἔχων ἡδονὰς δι᾽ ὀμμάτων καὶ κάλλει πολλῷ αἰσθητῷ συνών. πατρὶς δὴ ἡμῖν, ὅθεν παρήλθομεν, καὶ πατὴρ ἐκεῖ. τίς οὖν ὁ στόλος καὶ ἡ φυγή; οὐ ποσὶ δεῖ διανύσαι· πανταχοῦ γὰρ φέρουσι πόδες ἐπὶ γῆν ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης· οὐδέ σε δεῖ ἵππων ὄχημα ἤ τι θαλάττιον παρασκευάσαι, ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ βλέπειν, ἀλλ᾽ οἷον μύσαντα ὄψιν ἄλλην ἀλλάξασθαι καὶ ἀνεγεῖραι, ἣν ἔχει μὲν πᾶς, χρῶνται δὲ ὀλίγοι.
[1.6.9] τί οὖν ἐκείνη ἡ ἔνδον βλέπει; ἄρτι μὲν ἐγειρομένη οὐ πάνυ τὰ λαμπρὰ δύναται βλέπειν. ἐθιστέον οὖν τὴν ψυχὴν αὐτὴν πρῶτον μὲν τὰ καλὰ βλέπειν ἐπιτηδεύματα· εἶτα ἔργα καλά, οὐχ ὅσα αἱ τέχναι ἐργάζονται, ἀλλ᾽ ὅσα οἱ ἄνδρες οἱ λεγόμενοι ἀγαθοί· εἶτα ψυχὴν ἴδε τῶν τὰ ἔργα τὰ καλὰ ἐργαζομένων. πῶς ἂν οὖν ἴδοις ψυχὴν ἀγαθὴν οἷον τὸ κάλλος ἔχει; ἄναγε ἐπὶ σαυτὸν καὶ ἴδε· κἂν μήπω σαυτὸν ἴδῃς καλόν, οἷα ποιητὴς ἀγάλματος, ὃ δεῖ καλὸν γενέσθαι, τὸ μὲν ἀφαιρεῖ, τὸ δὲ ἀπέξεσε, τὸ δὲ λεῖον, τὸ δὲ καθαρὸν ἐποίησεν, ἕως ἔδειξε καλὸν ἐπὶ τῷ ἀγάλματι πρόσωπον, οὕτω καὶ σὺ ἀφαίρει ὅσα περιττὰ καὶ ἀπεύθυνε ὅσα σκολιά, ὅσα σκοτεινὰ καθαίρων ἐργάζου εἶναι λαμπρὰ καὶ μὴ παύσῃ «τεκταίνων» τὸ σὸν «ἄγαλμα», ἕως ἂν ἐκλάμψειέ σοι τῆς ἀρετῆς ἡ θεοειδὴς ἀγλαΐα, ἕως ἂν ἴδῃς «σωφροσύνην ἐν ἁγνῷ βεβῶσαν βάθρῳ». εἰ γέγονας τοῦτο καὶ εἶδες αὐτὸ καὶ σαυτῷ καθαρὸς συνεγένου οὐδὲν ἔχων ἐμπόδιον πρὸς τὸ εἷς οὕτω γενέσθαι οὐδὲ σὺν αὐτῷ ἄλλο τι ἐντὸς μεμιγμένον ἔχων, ἀλλ᾽ ὅλος αὐτὸς φῶς ἀληθινὸν μόνον, οὐ μεγέθει μεμετρημένον οὐδὲ σχήματι εἰς ἐλάττωσιν περιγραφὲν οὐδ᾽ αὖ εἰς μέγεθος δι᾽ ἀπειρίας αὐξηθέν, ἀλλ᾽ ἀμέτρητον πανταχοῦ, ὡς ἂν μεῖζον παντὸς μέτρου καὶ παντὸς κρεῖσσον ποσοῦ· εἰ τοῦτο γενόμενον σαυτὸν ἴδοις, ὄψις ἤδη γενόμενος θαρσήσας περὶ σαυτῷ καὶ ἐνταῦθα ἤδη ἀναβεβηκὼς μηκέτι τοῦ δεικνύντος δεηθεὶς ἀτενίσας ἴδε· οὗτος γὰρ μόνος ὁ ὀφθαλμὸς τὸ μέγα κάλλος βλέπει· ἐὰν δὲ ἴῃ ἐπὶ τὴν θέαν λημῶν κακίαις καὶ οὐ κεκαθαρμένος ἢ ἀσθενής, ἀνανδρίᾳ οὐ δυνάμενος τὰ πάνυ λαμπρὰ βλέπειν, οὐδὲν βλέπει, κἂν ἄλλος δεικνύῃ παρὸν τὸ ὁραθῆναι δυνάμενον· τὸ γὰρ ὁρῶν πρὸς τὸ ὁρώμενον συγγενὲς καὶ ὅμοιον ποιησάμενον δεῖ ἐπιβάλλειν τῇ θέᾳ. οὐ γὰρ ἂν πώποτε εἶδεν ὀφθαλμὸς ἥλιον ἡλιοειδὴς μὴ γεγενημένος, οὐδὲ τὸ καλὸν ἂν ἴδοι ψυχὴ μὴ καλὴ γενομένη.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου