Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΤΣΙ ΚΕΡΔΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΙΚΕΣ…

Ξεφύλλιζα αυτές τις ημέρες έναν τόμο, τιτλοφορείται: «Η εποποιία 1940-41», εκδόσεις «Αρχείον Ιστορικόν Σελίδων» (του 1965), ο οποίος περιέχει, σε φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής του 1940-41, κατά την διάρκεια τής μεγαλειώδους νίκης. Σε πολλά διαβάζουμε κείμενα πολεμικών ανταποκριτών. Σ’ ένα απ’ αυτά ο Αλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος και γνωστός θεατρικός συγγραφέας 1907-1988), τον Ιανουάριο του 1941, γράφει στην εφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», για «το μεγάλο μυστικό των πολεμιστών μας». Ζει με τους στρατιώτες, μοιράζεται τα πάθια και τους καημούς τους, χαίρεται και καμαρώνει την αντρειοσύνη τους.
«Κάπου στο μέτωπο», όπως σημειώνει, συναντά έναν φαντάρο. Αντιγράφω: «Αυτό που μου ‘κανε κατάπληξη, που μου ‘δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος, τσακισμένος, με γένεια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ’ ένα χαρτί. Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του, στο σπίτι… Μα τί μεγάλο λάθος! Με την ορθογραφία που κρατώ, διάβασα αυτούς τους στίχους:
“Βρε τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και ση άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα”.
Τον κοίταξα, με κοίταξε… Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα…
 -Βρέ συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο… Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ’ αγριωπά του γένια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
-Γλεντάω!
Μία λέξη… Μέσα σ’ αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος στρατιώτης μας».
Γλέντι ήταν το ’40 για τον λαό μας, τον οπλίτη και τον πολίτη. Πανηγύρι ήταν ο πόλεμος. Γλεντούσε, καταματωμένος ο άγνωστος στρατιώτης. Το μυστικό, το γοητευτικό μυστήριο, που τάραζαν τα σπλάχνα του-και δεν μας το αποκαλύπτει ο αείμνηστος Λιδωρίκης-ήταν ένα, απλό και μεγαλοπρεπές: το ντροπή να ντροπιαστούμε.
Διαβάζω και πάλι μία άλλη ανταπόκριση του Αλ. Λιδωρίκη, στην εφ. «Ασύρματος» αυτή τη φορά, στις 25 Μαρτίου του 1941.
«Απάνω στην Κλεισούρα μία νύχτα βροχερή και σκοτεινή, θυμάμαι ένα παλληκαρόπουλο που άκουγε σκεπτικό τ’ άλλα παιδιά να τραγουδάνε σιγά-σιγά, γλυκά-γλυκά, πεσμένα και κουκουλωμένα πάνω και μέσα στις κουβέρτες τους και στα αντίσκηνά τους. Θολώσανε έξαφνα τα μάτια του.
-Ξέρεις τι σκέπτομαι; μου είπε. Πώς ήμασταν ως τώρα γενιά φτωχή και αλογάριαστη και παρεξηγημένη. Μας έλεγαν ανάξιους των προγόνων μας, μιλούσανε μόνο γι’ αυτούς και μας ξεγράφανε τους νέους, σαν να μην είχαμε και μεις στα στήθη μας φωτιά… Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος που φτάσαμε ως κι οι ίδιοι-εμείς οι Έλληνες-να το πιστέψουμε απόλυτα. Είχαμε λησμονήσει κι αυτούς τους στίχους του μεγάλου Σολωμού:
-Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαχτο ετοιμάζει γάλα αντρειάς και ελευθεριάς».
Ίσως και σήμερα αυτό το άθλιο, τρισάθλιο και κακόβουλο ψέμα μας καθηλώνει, μας παραλύει. Πώς νέρωσε πια το γάλα της Ελληνίδας μάνας μας, πως σβήστηκε η Παράδοση.
Όχι. Τίποτε δεν χάθηκε.
Δημήτρης Νατσιός (Απόσπασμα)
Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/11545 , Ἀντίβαρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου